„διακοσμημένος“ διακοσμημένος [ðiakozmiˈmenos], διακοσμημένη, διακοσμημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) pelzbesetzt ejemplos διακοσμημένος με γούνα pelzbesetzt διακοσμημένος με γούνα