γούνα
[ˈɣuna]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Pelzαρσενικό | Maskulinum, männlich mγούναγούνα
- Pelzmantelαρσενικό | Maskulinum, männlich mγούνα παλτόγούνα παλτό
ejemplos
- γούνα αλεπούςFuchspelzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- γούνα αρκούδαςBärenfellουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- γούνα κουνελιούKaninchenfellουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos