διάσταση
[ðiˈastasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Dimensionθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάστασηδιάσταση
- Abmessungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplδιάσταση πληθυντικός | Pluralpl αντικειμένουδιάσταση πληθυντικός | Pluralpl αντικειμένου
- Ausmaßουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάσταση μέγεθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιάσταση μέγεθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Unstimmigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσταση ασυμφωνίαδιάσταση ασυμφωνία
- Trennungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσταση νομικός όρος | Rechtswesenνομ ζεύγουςδιάσταση νομικός όρος | Rechtswesenνομ ζεύγους
- Grätscheθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσταση αθλητισμός | SportαθλGrätschstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσταση αθλητισμός | Sportαθλδιάσταση αθλητισμός | Sportαθλ