„Ausmaß“: Neutrum, sächlich AusmaßNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μέγεθος, διάσταση, έκταση μέγεθοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ausmaß διάστασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausmaß έκτασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausmaß Ausmaß