δεύτερος
[ˈðefteros], δεύτερη, δεύτεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- zweite(r, s)δεύτεροςδεύτερος
- zweitrangigδεύτερος δευτερεύωνδεύτερος δευτερεύων
ejemplos
-
-
- δεύτερη μερίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fNachschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos