γραπτό
[ɣrapˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Manuskriptουδέτερο | Neutrum, sächlich nγραπτό χειρόγραφογραπτό χειρόγραφο
ejemplos
- γραπτάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplschriftliche Prüfungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- γραπτάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl εξετάσεωνπληθυντικός | Plural plPrüfungsunterlagenπληθυντικός | Plural pl
- γραπτές πτυχιακές εξετάσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplStaatsexamenουδέτερο | Neutrum, sächlich n