γειτονικός
[jitoniˈkos], γειτονική, γειτονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- benachbart, Nachbar(s)-γειτονικόςγειτονικός
- angrenzendγειτονικός με κοινά σύνοραγειτονικός με κοινά σύνορα
- umliegendγειτονικός διπλανόςγειτονικός διπλανός
ejemplos
- γειτονική βοήθειαθηλυκό | Femininum, weiblich fNachbarschaftshilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γειτονική πόληθηλυκό | Femininum, weiblich fNachbarstadtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γειτονική χώραθηλυκό | Femininum, weiblich fNachbarlandουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos