„βοήθεια“: θηλυκό βοήθεια [voˈiθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Hilfe Hilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f βοήθεια βοήθεια ejemplos βοήθεια! Hilfe! βοήθεια! φωνάζω βοήθεια um Hilfe rufen φωνάζω βοήθεια με τη βοήθεια mit Hilfe (γενική | Genitivgen /γενική | Genitiv gen von) με τη βοήθεια βοήθεια ανοικοδόμησης Wiederaufbauhilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f βοήθεια ανοικοδόμησης βοήθεια στην κουζίνα Küchenhilfeθηλυκό | Femininum, weiblich f βοήθεια στην κουζίνα ocultar ejemplosmostrar más ejemplos