βουλλώνω
[vuˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (zu)stopfen, verstopfenβουλλώνω τρύπαβουλλώνω τρύπα
- versiegelnβουλλώνω γράμμαβουλλώνω γράμμα
- plombierenβουλλώνω δόντι οικείο | umgangssprachlichοικβουλλώνω δόντι οικείο | umgangssprachlichοικ
- stopfenβουλλώνω κ. στόμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφβουλλώνω κ. στόμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
βουλλώνω
[vuˈlono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -θηκα; -μένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)