„βλέμμα“: ουδέτερο βλέμμα [ˈvlema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Blick Blickαρσενικό | Maskulinum, männlich m βλέμμα βλέμμα ejemplos ρίχνω ένα βλέμμα einen Blick werfen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ρίχνω ένα βλέμμα