„βαυκαλίζω“: μεταβατικό ρήμα βαυκαλίζω [vafkaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) jemandem vorgaukeln... ejemplos βαυκαλίζω κάποιον με την ελπίδα, ότι … jemandem vorgaukeln, dass … βαυκαλίζω κάποιον με την ελπίδα, ότι …