βασιλικός
[vasiliˈkos], βασιλική, βασιλικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- königlichβασιλικόςβασιλικός
ejemplos
- βασιλικός τίγρηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m της ΒεγγάληςKönigstigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- βασιλικό ζεύγοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nKönigspaarουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos