αυλή
[aˈvli]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Hofαρσενικό | Maskulinum, männlich mαυλή κ. βασιλικήαυλή κ. βασιλική
ejemplos
- αυλή παλατιούSchlosshofαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αυλή στρατώναKasernenhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m