„αρέσω“: αμετάβατο ρήμα αρέσω [aˈreso]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gefallen, mögen gefallen (σε κάποιον jemandem) αρέσω mögen (ονομαστική | Nominativnom /αιτιατική | Akkusativ akk) αρέσω αρέσω ejemplos μου αρέσει es gefällt mir, ich mag das μου αρέσει σου αρέσουν οι ελιές; magst du Oliven? σου αρέσουν οι ελιές; μου αρέσει να διαβάζω ich lese gern(e) μου αρέσει να διαβάζω