απλός
[aˈplos], απλή, απλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- απλό εισιτήριοουδέτερο | Neutrum, sächlich nEinzelfahrkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απλό σκιφουδέτερο | Neutrum, sächlich nEinerαρσενικό | Maskulinum, männlich m