„αδιάθετος“ αδιάθετος [aˈðiaθetos], αδιάθετη, αδιάθετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) unpässlich unpässlich αδιάθετος αδιάθετος ejemplos είμαι αδιάθετος unpässlich sein, sich unwohl fühlen είμαι αδιάθετος