„έννοια“: θηλυκό έννοια [ˈenia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Begriff, Bedeutung, Sinn Begriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m έννοια όρος έννοια όρος Bedeutungθηλυκό | Femininum, weiblich f έννοια νόημα Sinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m έννοια νόημα έννοια νόημα
„έννοια“: θηλυκό έννοια [ˈeɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Sorge Sorgeθηλυκό | Femininum, weiblich f (για um) έννοια ανησυχία έννοια ανησυχία ejemplos έννοια σου! keine Sorge! έννοια σου!