εσωτερικός
[esoteriˈkos], εσωτερική, εσωτερικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- innere(r, s), Innen-εσωτερικός που βρίσκεται μέσαεσωτερικός που βρίσκεται μέσα
- Inlands-εσωτερικός μέσα στη χώραεσωτερικός μέσα στη χώρα
- Innen-εσωτερικός αναφερόμενος στις εσωτερικές υποθέσειςεσωτερικός αναφερόμενος στις εσωτερικές υποθέσεις
- Binnen-εσωτερικόςεσωτερικός
- internεσωτερικός υπόθεση, ζήτημαεσωτερικός υπόθεση, ζήτημα
ejemplos
- εσωτερική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich fInlandsmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- εσωτερική διακόσμησηθηλυκό | Femininum, weiblich fInnenausstattungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos