„wohlgesinnt“: Adjektiv wohlgesinntAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) είμαι φιλικά διακείμενος προς κάποιον ejemplos jemandem wohlgesinnt sein είμαι φιλικά διακείμενος προς κάποιον jemandem wohlgesinnt sein