„weiterleiten“: transitives Verb weiterleitentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) παραπέμπω, διαβιβάζω, προωθώ, μεταδίδω, προωθώ παραπέμπω, διαβιβάζω, προωθώ (an+Akkusativ | +αιτιατική +akk σε) weiterleiten weiterleiten μεταδίδω weiterleiten Information weiterleiten Information προωθώ weiterleiten Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT weiterleiten Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT