„weiterführend“: Adjektiv weiterführendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης weiterführend Schule weiterführend Schule