„vergreifen“: reflexives Verb vergreifenreflexives Verb | αυτοπαθές ρήμα v/r Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) απλώνω το χέρι μου σε κάποιον υιοθετώ λάθος τόνο ejemplos sich an jemandem vergreifen απλώνω το χέρι μου σε κάποιον sich an jemandem vergreifen sich im Ton vergreifen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig υιοθετώ λάθος τόνο sich im Ton vergreifen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig