„Stress“: Maskulinum, männlich StressMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-es> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) στρες, άγχος, ένταση στρεςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stress άγχοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stress (υπερ)έντασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Stress Stress ejemplos im Stress sein είμαι στρεσαρισμένος im Stress sein