„sprichwörtlich“: Adjektiv sprichwörtlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) παροιμιακός παροιμιακός sprichwörtlich sprichwörtlich