idiomatisch
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ιδιωματικόςidiomatisch Sprachwissenschaft | γλωσσολογίαLINGidiomatisch Sprachwissenschaft | γλωσσολογίαLING
ejemplos
- das klingt nicht sehr idiomatischαυτό δεν ακούγεται ελληνικό/γερμανικό, κτλ.
- idiomatischer AusdruckιδιωματισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m