Sperrung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κλείσιμοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSperrung StraßeφράξιμοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSperrung StraßeSperrung Straße
- αποκλεισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mSperrung auch | και, επίσηςa. Sport | αθλητισμόςSPORTSperrung auch | και, επίσηςa. Sport | αθλητισμόςSPORT
- κόψιμοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSperrung Gas, Strom, Telefon, UrlaubSperrung Gas, Strom, Telefon, Urlaub
- μπλοκάρισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSperrung KontoSperrung Konto