„φράξιμο“: ουδέτερο φράξιμο [ˈfraksimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Einzäunen, Verschließen Einzäunenουδέτερο | Neutrum, sächlich n φράξιμο περίφραξη φράξιμο περίφραξη Verschließenουδέτερο | Neutrum, sächlich n φράξιμο κλείσιμο φράξιμο κλείσιμο