„sagenhaft“: Adjektiv sagenhaftAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μυθικός, μυθώδης μυθικός, μυθώδης sagenhaft sagenhaft