„hinreißend“: Adjektiv hinreißendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) συναρπαστικός, γοητευτικός συναρπαστικός, γοητευτικός hinreißend hinreißend