„quer“: Adverb querAdverb | επίρρημα adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πλάγια, διά μέσου πλάγια, διά μέσου quer quer ejemplos quer durch die Stadt μέσα από την πόλη quer durch die Stadt das Auto stand quer zur Straße το αυτοκίνητο σταμάτησε πλαγίως στη μέση του δρόμου das Auto stand quer zur Straße