„pflanzlich“: Adjektiv pflanzlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) φυτικός φυτικός pflanzlich pflanzlich ejemplos pflanzliches ProduktNeutrum, sächlich | ουδέτερο n φυτικό προϊόνNeutrum, sächlich | ουδέτερο n pflanzliches ProduktNeutrum, sächlich | ουδέτερο n