„jung“: Adjektiv jungAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) νέος, μικρός νέος, μικρός jung jung ejemplos der Tag ist noch jung η μέρα είναι ακόμα μπροστά μας der Tag ist noch jung