händisch
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr Süddeutsch | νοτιογερμανική παραλλαγήsüddVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- χειρωνακτικόςhändischhändisch