χειρωνακτικός
[çironaktiˈkos], χειρωνακτική, χειρωνακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- handbetriebenχειρωνακτικόςχειρωνακτικός
ejemplos
- χειρωνακτική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fHandbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m