„greifbar“: Adjektiv greifbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) χειροπιαστός, πολύ κοντά, δίπλα μου χειροπιαστός greifbar greifbar πολύ κοντά, δίπλα μου greifbar zur Hand greifbar zur Hand