einsatzfähig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κατάλληλος προς χρήσηeinsatzfähigeinsatzfähig
- einsatzfähig Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL