„gewöhnungsbedürftig“: Adjektiv gewöhnungsbedürftigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) χρειάζεται κάποιος χρόνος για να συνηθίσεις το νέο σχεδιασμό ejemplos das neue Design ist gewöhnungsbedürftig χρειάζεται κάποιος χρόνος για να συνηθίσεις το νέο σχεδιασμό das neue Design ist gewöhnungsbedürftig