erschöpft
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- εξαντλημένοςerschöpft auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigerschöpft auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
ejemplos
- erschöpft seinεξαντλούμαι, είμαι εξαντλημένος