„entscheidend“: Adjektiv entscheidendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) καθοριστικός, αποφασιστικός καθοριστικός, αποφασιστικός entscheidend entscheidend