„Eiweiß“: Neutrum, sächlich EiweißNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-es; -e> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πρωτεΐνη, λεύκωμα, ασπράδι πρωτεΐνηFemininum, weiblich | θηλυκό f Eiweiß Biologie | βιολογίαBIOL Chemie | χημείαCHEM Eiweiß Biologie | βιολογίαBIOL Chemie | χημείαCHEM λεύκωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Eiweiß Ei ασπράδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n (του αβγού) Eiweiß Ei Eiweiß Ei