„davor“: Adverb davorAdverb | επίρρημα adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μπροστά απ’ αυτό, από μπροστά, πριν μπροστά απ’ αυτό, από μπροστά davor räumlich davor räumlich πριν (απ’ αυτό) davor zeitlich davor zeitlich ejemplos davor habe ich keine Angst δεν το φοβάμαι davor habe ich keine Angst