„davonlaufen“: intransitives Verb davonlaufenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) το σκάω, το βάζω στα πόδια, την κοπανάω το σκάω, το βάζω στα πόδια, την κοπανάω davonlaufen davonlaufen