„Armutsgrenze“: Femininum, weiblich ArmutsgrenzeFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) όριο της φτώχιας όριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n της φτώχιας Armutsgrenze Armutsgrenze ejemplos an der Armutsgrenze leben ζω στο όριο της φτώχιας an der Armutsgrenze leben unter der Armutsgrenze leben ζω κάτω από το όριο της φτώχιας unter der Armutsgrenze leben