„absetzbar“: Adjektiv absetzbarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ικανός προς πώληση, αφαιρέσιμος ικανός προς πώληση absetzbar Ware absetzbar Ware αφαιρέσιμος absetzbar Betrag absetzbar Betrag ejemplos schwer absetzbar δύσκολος να πωληθεί schwer absetzbar