„ύφαλος“: αρσενικό ύφαλος [ˈifalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Riff (Unterwasser-)Riffουδέτερο | Neutrum, sächlich n ύφαλος γεωλογία | Geologieγεωλ ύφαλος γεωλογία | Geologieγεωλ