„ύπνος“: αρσενικό ύπνος [ˈipnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Schlaf Schlafαρσενικό | Maskulinum, männlich m ύπνος ύπνος ejemplos πάω για ύπνο schlafen gehen πάω για ύπνο με παίρνει ο ύπνος einnicken με παίρνει ο ύπνος καλόν ύπνο! schlaf gut! καλόν ύπνο!