„όφελος“: ουδέτερο όφελος [ˈofelos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Nutzen, Vorteil, Gewinn Nutzenαρσενικό | Maskulinum, männlich m όφελος ωφέλεια Vorteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m όφελος ωφέλεια Gewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m όφελος ωφέλεια όφελος ωφέλεια ejemplos προς όφελος zugunsten (+γενική | +Genitiv+gen /+γενική | +Genitiv +genή | oder od von) προς όφελος προς όφελός μου zu meinen Gunsten προς όφελός μου