„όρυζα“: θηλυκό όρυζα [ˈoriza]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Reis Reisαρσενικό | Maskulinum, männlich m όρυζα βοτανική | Botanikβοτ όρυζα βοτανική | Botanikβοτ