„όπερα“: θηλυκό όπερα [ˈopera]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Oper, Opernhaus, Oper Operθηλυκό | Femininum, weiblich f όπερα μουσικό μελόδραμα όπερα μουσικό μελόδραμα Opernhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n όπερα κτήριο Operθηλυκό | Femininum, weiblich f όπερα κτήριο όπερα κτήριο