„ωχρός“ ωχρός [oˈxros], ωχρή, ωχρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) blass, bleich, blass, schwach blass, bleich ωχρός χλομός ωχρός χλομός blass, schwach ωχρός ανάμνηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ωχρός ανάμνηση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ejemplos γίνομαι ωχρός erblassen, erbleichen γίνομαι ωχρός